αμυγδαλάτος

αμυγδαλάτος
-η, -ο
1. αυτός που είναι φτιαγμένος με αμύγδαλα: Ανάμεσα σ' άλλα μας πρόσφεραν και αμυγδαλάτα, γλυκά καμωμένα με μέλι κι αμύγδαλα.
2. αυτός που έχει σχήμα αμύγδαλου: Είχε μάτια αμυγδαλάτα.
3. το ουδ. ως ουσ., το αμυγδαλάτο γλύκισμα με πολλά αμύγδαλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμυγδαλάτος — και μυγδαλάτος, η, ο (Μ ἀμυγδαλάτος, η, ον) αυτός που έχει μέγεθος αμυγδάλου νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου, αμυγδαλωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλάτο το γλύκισμα αμυγδαλωτό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. –ατος] …   Dictionary of Greek

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • αμυγδαλόεις — ἀμυγδαλόεις, εσσα, εν (Α) [ἀμυγδάλη] καμωμένος από αμύγδαλα, αμυγδαλάτος …   Dictionary of Greek

  • αμύγδαλο — και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον) ο καρπός τής αμυγδαλιάς αρχ. το δέντρο αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τής λ. αμυγδάλη*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι νεοελλ. αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός,… …   Dictionary of Greek

  • μυγδαλάτος — η, ο βλ. αμυγδαλάτος …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλωτός — ή, ό βλ. αμυγδαλάτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”